Μεταλλεία

26 février 2013

Temps de lecture : 4 minutes

Ο μικρός έχει ξαπλώσει πάνω στις δροσερές πέτρες στη σκιά της σπηλιάς που δεν είναι ακριβώς σπηλιά, ένας σκαμμένος κόκκινος βράχος στην άκρη της παραλίας. Σκαμμένος από τη θάλασσα ή από τους εργάτες των μεταλλείων εκατό χρόνια πριν.
«Σήκω!» λέει η Ελένη. «Να πάμε στο μπαμπά…»
«Δεν πάω πουθενά».
«Έλα σε παρακαλώ». Θα είχε χάσει την υπομονή της αν στεκόταν στον ήλιο: ξερός μεσημεριανός ήλιος που κοπανιέται κάτασπρος πάνω στις στρογγυλές πέτρες της παραλίας. Αλλά στέκεται στη σκιά της σπηλιάς. Δίπλα στο γιό της, που δεν λέει να σηκωθεί.
«Μαμά; Τι είναι εδώ; Το νησί του Ροβινσώνα;» ρωτάει ο μικρός μισοκλείνοντας τα μάτια. Η Ελένη θα γελούσε αλλά δεν γελάει εδώ και καιρό.
«Μεταλλεία», του λέει. «Κάποτε έσκαβαν κι έβρισκαν χαλκό. Μέταλλα διάφορα».
«Διάφορα; Ή χαλκό; Χάλκινο μέταλλο; Ε μαμά;»
Η Ελένη δεν είναι σίγουρη. Ερχόταν εδώ πολλά χρόνια πριν: στα δέκα της, λίγο μεγαλύτερη από τον Νικολάκη… και πιο πριν. Κάποτε, και πιο μετά.
Βλέπει τον εαυτό της σε άλλη εποχή σαν παράλληλο σύμπαν: ένα κοριτσάκι με κόκκινο καπέλο ξεθωριασμένο από τον ήλιο σε μια παραλία ξεθωριασμένη από τον ήλιο, όχι σέπια όπως οι αναμνήσεις αλλά άσπρη-ξέξασπρη-κι-απ-τον-ήλιο-ξεξασπρότερη. Ένα κοριτσάκι τραλαλίμ-τραλαλόμ. Αν συγκεντρωθεί, ακούει το κοριτσάκι να γελάει. Τινάζει την εικόνα από το μυαλό της σαν αλογόμυγα.
«Μαμά; Να μπούμε στο τούνελ; Ε μαμά;»
Η Ελένη κοιτάζει ξαφνιασμένη, «Ποιο τούνελ Νικολάκη; Που το είδες το τούνελ;»
Ο μικρός σουφρώνει τα χείλη και δείχνει ξαπλωμένος ακόμα με το ένα χέρι προς το βυθό της σπηλιάς. Είναι σκοτεινά κι η Ελένη δεν βλέπει καλά, την στραβώνει ο ήλιος, σκύβει λέγοντας «δεν έχει τούνελ παιδί μου» κι αμέσως βλέπει ένα τούνελ, όντως. Χαμηλά στο έδαφος μια μικρή σήραγγα με σκουριασμένες σιδηροδρομικές γραμμές, ξεχαρβαλωμένες ανάμεσα στις πέτρες…
Κάνει δύο-τρία βήματα προς τα κεί, διστακτικά: μη τυχόν πεταχτεί κανα σίδερο και της τρυπήσει το πόδι, όπως θα΄λεγε κι η μάνα της; Χα. Γονατίζει στην αρχή της σήραγγας, κοιτάζει μέσα.
«Είδες μαμά; Περνούσε τραινάκι από δώ!» λέει ο Νίκος.
«Μμμμ Μάλλον θα κουβαλούσαν μεταλλεύματα, με το… με το τραινάκι. Το βαγονέτο.»
«Μπορεί και ανθρώπους, ε;»
«Μπορεί. Αν γονατίζανε μέσα στο…» κοιτάζει τον μικρό πλάι της, «εσύ δεν χρειάζεται να σκύβεις, χωράς ίσα-ίσα. Προχώρα πίσω μου όμως.» Τι βλακεία, μεγάλη γυναίκα να μπαίνει στα τέσσερα με το μαγιώ της μέσα σε μια σήραγγα στην άκρη της παραλίας. Το «μεγάλη» το σκέφτεται όλο και πιο συχνά, είναι 47, έγινε μαμά μεγαλύτερη από όλες τις φίλες της, όταν εκείνες είχανε πιά ξεπαιδιάσει. Ακόμα δεν το χωράει το μυαλό της ώρες ώρες.
Η σήραγγα είναι στεγνή, κόκκινος βράχος με φλέβες που μυρίζουν μεταλλικό αίμα και ξερή άμμο, αισθάνεται σαν να μπαίνει στην κοιλιά της γής, «μεταλλεία σιδήρου, χαλκού, ψευδαργύρου» θυμάται να λέει κάποιος, «και κάμινοι για την κατεργασία μεταλλευμάτων, από το 1903 ως το 1962 που έκλεισαν τα μεταλλεία….» Χαμογελάει προχωρώντας στη σήραγγα: η φωνή που ακούει μέσα στο κεφάλι της είναι του πρώτου της έρωτα. Είχανε έρθει εδώ πριν τριάντα χρόνια. Άκου τώρα. Που τον θυμήθηκε.
«Μαμά; Βλέπεις φώς μπροστά σου;»
Βλέπει φώς. Η σήραγγα βγάζει σε μια άλλη αμμουδιά, μικρή, σφιγμένη ανάμεσα σε άγρια βράχια και θάλασσα. Η Ελένη σηκώνεται όρθια και κοιτάζει γύρω της.
«Ουάου, μαμά! Ροβινσώνας Κρούσος, ε;» Η Ελένη γνέφει αφηρημένη.
Σκέφτεται ότι ο άντρας της θα τους ψάχνει – ή δεν θα τους ψάχνει: ο Μάριος κάθεται στο καφέ πάνω από την παραλία των Μεταλλείων στη σκιά των πεύκων και πίνει φραπέ. Είναι στην ανάρρωση τώρα, πολύ αδύναμος για να κατέβει στη θάλασσα. Αναρωτιέται αν θα δυναμώσει ποτέ ξανά. Αν θα γίνει όπως ήτανε ή αν θα μείνει έτσι. Εννοεί «λειψός» αλλά το καταπίνει και περπατάει αποφασιστικά στην μικρή αμμουδιά.
«Μαμά; Βρήκα κάτι, για δες…» φωνάζει ο Νικόλας. Η Ελένη παγώνει για μια στιγμή, γυρίζει προς το μέρος του, περνάνε από το μυαλό της σαν αστραπή όλες οι ιστορίες με παιδιά που βρήκανε εκρηκτικά σε παραλίες αλλά όχι εδώ στη Θάσο, δεν έχει ακούσει για τέτοια πράγματα εδώ στη Θάσο, φωνάζει «Μη, Νικόλα!» και ορμάει πάνω στο παιδί με την ψυχή στο στόμα –
«…ρε μαμά…;» ο μικρός την κοιτάζει ξαφνιασμένος. Τον αρπάζει από τους ώμους: αυτό που κρατάει στα χέρια του είναι, δεν είναι εκρηκτικό, είναι μια μικρή κόκκινη καρδούλα και…
Η Ελένη ανοίγει το στόμα της να πεί κάτι αλλά δεν λέει τίποτα. Σκέφτεται πώς η αρρώστια του Μάριου, τα νοσοκομεία, το χαστούκι της μοίρας ας πούμε, η φρίκη γενικά της αρρώστιας… την έκαναν να φοβάται και τη σκιά της. Δεν άλλαξε μόνο ο ασθενής, άλλαξε κι η ίδια, ίσως κι ο Νικολάκης να έγινε άλλο παιδί και να μην το έχει προσέξει στη φούρια της.
«Λες να είναι διαμάντι;» ρωτάει ο μικρός.
Η Ελένη παίρνει την καρδούλα στα χέρια της.
«Είναι ημιπολύτιμος λίθος» λέει, «γρανάτης. Πολύ παλιά πέτρα. Ο Νώε είχε φτιάξει φανάρια από γρανάτη στην κιβωτό για να φέγγουν τη νύχτα. Αυτός εδώ είναι μικρός. Έχει κοπεί η αλυσίδα του… πριν πολλά χρόνια.»
Ο μικρός την κοιτάζει καχύποπτα, «Ναι, ε; και που τα ξέρεις όλ’ αυτά;»
Θέλει να του πεί ότι κάποιος – ο πρώτος της έρωτας! Για φαντάσου – κάποιος της χάρισε αυτήν την καρδούλα και την έχασε σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη παραλία. Αλλά τώρα την βρήκε εδώ. Μια καρδούλα που ήταν δική της χρόνια πριν και ήρθε ξανά στα χέρια της… πώς; Δεν έχει ιδέα.
«Και για τον Νώε με την κιβωτό είναι σίγουρο μαμά;»
Η Ελένη χαμογελάει, «Εγγυημένο!» λέει με σιγουριά.
Βρήκα την κόκκινη λαμπερή καρδούλα μου που την είχα χάσει, λέει στον εαυτό της. Και χαμογελάει πλατειά στον κόκκινο λαμπερό ήλιο στην κόκκινη λαμπερή παραλία, αγκαλιάζει το γιόκα της και βάζει τα γέλια. Χωρίς λόγο αλλά με την χαμένη της καρδούλα στο χέρι.

Μανίνα Ζουμπουλάκη